- μεγαλώσει
- (παρακείμ.)crescut
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… … Dictionary of Greek
αναφύομαι — (Α ἀναφύω κ. ομαι) μέσ. προκύπτω, παρουσιάζομαι αρχ. ενεργ. Ι. (μτβ.) 1. γεννώ πάλι 2. κάνω να φυτρώσει, να μεγαλώσει 3. δημιουργώ, παράγω II. (αμτβ.) 1. ξαναγίνομαι, ξαναφυτρώνω 2. ξαναμεγαλώνω, αυξάνομαι πάλι … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
διάστιχο — το (Μ διάστιχον) 1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου 2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα μσν.… … Dictionary of Greek
εκτρέφω — (AM ἐκτρέφω) 1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω 2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. αναπτύσσω από ηθική άποψη αρχ. 1. αυξάνω, μεγαλώνω 2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω 3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ (τὸ… … Dictionary of Greek
ευρυσάκης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αίαντα του Τελαμώνα και της Τέκμησσας. Γεννήθηκε στο στρατόπεδο της Τροίας. Πριν αυτοκτονήσει ο Αίας, έδωσε το μικρό παιδί στον αδελφό του, Τεύκρο, για να το μεγαλώσει. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Τεύκρος έφτασε … Dictionary of Greek